- πολύζωστος
- πολύ-ζωστος, ον,A tight-girded, Hsch. s.v. ἀζείρου, EM23.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύζωστος — ον, Α αυτός που είναι σφιχτά ζωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωστός (< ζώννυμι), πρβλ. εύ ζωστος] … Dictionary of Greek
πολυζώστου — πολύζωστος tight girded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)